- ακατάφερτος, -η
- -ο αυτός που δεν καταφέρθηκε, δεν πείστηκε, δεν κατορθώθηκε: Ο άνθρωπος αυτός είναι ακατάφερτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακατάφερτος — η, ο [καταφέρνω] 1. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταφέρει, να μεταπείσει ή να εξαπατήσει 2. ακατόρθωτος, απραγματοποίητος … Dictionary of Greek